- βρισίδι
- τοπλήθος από βρισιές, υβρεολόγιο: Μαλώσανε και του πάτησε ένα φοβερό βρισίδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρισίδι — το πλήθος από βρισιές, υβρεολόγιο … Dictionary of Greek
βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… … Dictionary of Greek
υβρεολόγιο — το, Ν σωρεία ύβρεων, βρισίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύβρις, εος + λόγιο*. Η λ., στον λόγιο τ. ὑβρεολόγιον, μαρτυρείται από το 1886 στον Σπ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek
περντάχι — περντάχι, το και μπερντάχι, το (λ. τουρκ.) 1. το κόντρα ξύρισμα. 2. μτφ., βρισίδι, ξύλο, επίπληξη: Του έδωσε ένα μπερντάχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υβρεολόγιο — το πλήθος από βρισιές, βρισίδι: Είναι χυδαίος· άκουσα ολόκληρο υβρεολόγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)